- θεσπιῳδόν
- θεσπιῳδόςsinging in prophetic strainmasc/fem acc sgθεσπιῳδόςsinging in prophetic strainneut nom/voc/acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
θεσπιωδός — θεσπιῳδός και ποιητ. τ. θεσπιαοιδός, ὸν (Α) 1. (για πρόσωπα) αυτός που άδει μαντικά, που προφητεύει 2. φρ. «θεσπιῳδόν φόβον» φόβο που προκαλείται από δυσοίωνη προφητεία. [ΕΤΥΜΟΛ. < θέσπις + ῳδός (< ῳδή), πρβλ. τραγ ῳδός, χορ ῳδός] … Dictionary of Greek